- επιπωματικός
- η , όν1) затыкающий, закупоривающий; 2) годный для закрывания, затыкания, закупоривания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιπωματικός — ή, ό (Α ἐπιπωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη νεοελλ. ανατ. «επιπωματικοί υμένες» δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα* και στο ινιακό οστό … Dictionary of Greek
ἐπιπωματικοῦ — ἐπιπωματικός serving to close up the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)